μεγαλόσαρκος

μεγαλόσαρκος
μεγᾰλό-σαρκος, ον,
A great of flesh, LXX Ez.16.26.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλόσαρκος — μεγαλόσαρκος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μεγάλες σάρκες 2. σαρκικός, αισθησιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σάρξ, σαρκός (πρβλ. λιπό σαρκος)] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοσάρκους — μεγαλόσαρκος great of flesh masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοσάρκων — μεγαλόσαρκος great of flesh masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • дебелоплотный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (μεγαλόσαρκος) толстый, имеющий большие члены тела (Иез. 16 …   Словарь церковнославянского языка

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… …   Dictionary of Greek

  • ՄԵԾԱՆԴԱՄ — ( ) NBH 2 0239 Chronological Sequence: Early classical, 10c ա. πολύσαρκος carnosus. Յաղթանդամ. մեծամարմին. մեծղի, մենծ. *Փիղ՝ անհնարին մեծանդամ յաղթ մարմնով եւ վիթխարի է յանասունս ամենայն. Վեցօր. ՟Թ: *Կանգնէր զտէրունեան նշան մեծանդամ՝ քառակուսի.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”